- μιζούριον
- μιζούριον και μιζούρι και μουζούρι και μουζούριν, τὸ (Μ)1. δοχείο το οποίο χρησιμοποιούσαν ως μέτρο χωρητικότητας και βάρους καρπών, συνήθως δημητριακών2. συνεκδ. μικρή ποσότητα3. μέτρο για τη μέτρηση επιφανειών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ή βεν. misura].
Dictionary of Greek. 2013.